τρίωρος

τρίωρος
η , ο [ος , ον ] трёхчасовой;

τό τρίωρο — три часа


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τρίωρος" в других словарях:

  • τρίωρος — η, ο / τρίωρος, ον, ΝΜ αυτός που διαρκεί τρεις ώρες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τρίωρο χρονικό διάστημα τριών ωρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ωρος (< ὥρα), πρβλ. ἑπτά ωρος] …   Dictionary of Greek

  • τρίωρος — η, ο 1. που διαρκεί τρεις ώρες: Τρίωρη συνομιλία. 2. το ουδ. ως ουσ., τρίωρο χρονικό διάστημα τριών ωρών, τρεις ώρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… …   Dictionary of Greek

  • τριωρία — ἡ, ΜΑ [τρίωρος] χρονική περίοδος τριών ωρών …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»